τομογραφία

τομογραφία
Ακτινολογική τεχνική με την οποία εξασφαλίζουμε την ακτινογραφική εικόνα ενός λεπτού στρώματος του σώματος του ατόμου που εξετάζουμε. Για να την κατορθώσουμε μετατοπίζουμε ταυτόχρονα την πηγή των ακτίνων και την πλάκα γύρω από ένα νοητό άξονα που αντιστοιχεί στο εξεταζόμενο στρώμα του σώματος. Κάθε ανατομική δομή που βρίσκεται στο επίπεδο αυτό, προβάλλεται ως εκ τούτου συνεχώς στο ίδιο σημείο της πλάκας κατά την εκπομπή των ακτίνων, ενώ κάθε δομή που βρίσκεται πιο μπροστά ή πιο πίσω, προβάλλεται πάντα σε διαφορετικά σημεία και έτσι οι εικόνες τους είναι τόσο ασφαλείς ώστε να μη διακρίνονται. Πρακτικά η τ. εκτελείται με ειδικές συσκευές που επιτρέπουν την περιστροφή των λυχνιών ακτίνων X και της πλάκας συγχρόνως ή του εξεταζόμενου ατόμου και της πλάκας. Ο τελευταίος αυτός τρόπος χρησιμοποιείται στην εγκάρσια αξονική τ. και επιτρέπει τη λήψη εικόνων οριζόντιων στρωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού. Η τ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στη διερεύνηση του αναπνευστικού συστήματος και του μεσοθωράκιου, αλλά χρησιμοποιείται με επιτυχία και για τη λύση διαγνωστικών προβλημάτων άλλων οργανικών συστημάτων. Αξονικός τομογράφος (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΜ
νεοελλ.
1. ιατρ. ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία λαμβάνεται η ακτινολογική εικόνα τομής ενός οργάνου
2. συνεκδ. η ακτινογραφία που λαμβάνεται με αυτήν την μέθοδο
3. φρ. α) «αξονική τομογραφία»
ιατρ. ειδική ακτινοδιαγνωστική μέθοδος με την οποία απεικονίζονται και μελετώνται τομές πάχους 13 χιλιοστομέτρων ή και μικρότερου, κατά τον εγκάρσιο ή τον επιμήκη άξονα τού σώματος
β) «μαγνητική τομογραφία» ή «τομογραφία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού» — τεχνική απεικόνισης εγκάρσιων τομών τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια μαγνητικών πεδίων, η οποία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στον εντοπισμό απονεκρωμένων ιστών, ισχαιμιών, κακοήθων όγκων, καθώς και βιοχημικών ανωμαλιών στους ιστούς
γ) «τομογραφία με εκπομπή ποζιτρονίων» — σπινθηρογραφική τεχνική για την έγκαιρη διάγνωση παθολογικών καταστάσεων στο στάδιο τών βιοχημικών αλλοιώσεων, στην οποία γίνεται ενδοφλέβια χορήγηση χημικών ενώσεων, τών οποίων ένα στοιχείο είναι ραδιενεργό ισότοπο, και κατά την οποία οι ανιχνευτές είναι τοποθετημένοι σε κυκλική διάταξη γύρω από το σώμα και καταγράφουν τις ακτίνες γ που εκπέμπονται από το εξεταζόμενο όργανο
δ) «συμβατική τομογραφία»
ιατρ. ακτινοδιαγνωστική μέθοδος για την απεικόνιση επιπέδων κατ' επιλογήν στο εσωτερικό τού ανθρώπινου σώματος
μσν.
εκκλ. το να γράφει κανείς συνοδικό τόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομογραφῶ. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tomography, πιθ. < γερμ. Tomographie < τόμος / τομή + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τομογραφία — η ακτινογραφία ενός μόνο εσωτερικού επιπέδου του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • μυελογραφία — Ακτινολογική εξέταση. Γίνεται μια ένεση στο σπονδυλικό σωλήνα με μια σκιαγραφική ουσία, η οποία κάνει να φαίνονται ο νωτιαίος μυελός, τα νεύρα και οι ιστοί που υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιούνταν άλλοτε για τη διάγνωση… …   Dictionary of Greek

  • τομογράφος — ο, Ν η συσκευή με την οποία γίνεται τομογραφία (α. «αξονικός τομογράφος» β. «μαγνητικός τομογράφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tomograph < τόμος /τομή + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • υπερηχοτομογραφία — η, Ν ιατρ. νέα διαγνωστική μέθοδος απεικόνισης τών ιστών τού σώματος, στην οποία, αντί ιοντίζουσας ακτινοβολίας, χρησιμοποιούνται υπέρηχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + τομογραφία] …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

  • Κόρμακ, Άλαν — (Allan Cormack, Γιοχάνεσμπουργκ 1924 – 1998). Αμερικανός φυσικός, νοτιοαφρικανικής καταγωγής. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Νικορέντζος, Δημήτριος — (Κωνστάντζα Ρουμανίας 1944 –). Φυσικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Είναι μέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”